- δυσδιακρίτους
- δυσδιάκριτοςhard to distinguishmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερογένεση — η 1. γένεση κατά την οποία εναλλάσσεται παρθενογένεση με αμφιγονία 2. γένεση μιας νέας μορφής η οποία είναι διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους κατιόντες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ωρολόγιο — I (Αστρον.). Αστερισμός ο οποίος βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από δυσδιάκριτους αστέρες και μεσουρανεί το βράδυ προς το τέλος Δεκεμβρίου, λίγες μοίρες κάτω από τον ορίζοντα της Αθήνας, γι’ αυτό και είναι αόρατος από την ελληνική… … Dictionary of Greek